χρησιμοποιώ

Revision as of 19:09, 28 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3_47-test)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

Ν
κάνω χρήση ενός πράγματος, μεταχειρίζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρήσιμος + -ποιώ. Η λ., στον λόγιο τ. χρησιμοποιέω, -, μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν του Άγγ. Βλάχου].