χρονία

Revision as of 06:09, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (47b)

German (Pape)

[Seite 1377] ἡ, = χρονιότης, zw.

Greek Monolingual

ἡ, Μ
(αμφβλ. λ.) (κατά το λεξ. Σούδα) «χρονιότης».
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρόνος + κατάλ. -ία (πρβλ. θυσ-ία)].