τὴν ἐρημίαν τῶν κωλυσόντων ὁρῶν → seeing that there would be none to hinder him
[Seite 1377] ἡ, = χρονιότης, zw.
ἡ, Μ(αμφβλ. λ.) (κατά το λεξ. Σούδα) «χρονιότης».[ΕΤΥΜΟΛ. < χρόνος + κατάλ. -ία (πρβλ. θυσία)].