χρονολόγηση

Revision as of 06:09, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (47b)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η, Ν
1. η ενέργεια του χρονολογώ, καθορισμός χρονολογίας, η τοποθέτηση τών γεγονότων στον χρόνο
2. (σχετικά με έγγραφο) αναγραφή χρονολογίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρονολογώ. Η λ., στον λόγιο τ. χρονολόγησις, μαρτυρείται από το 1838 στον Γ. Α. Ράλλη].