χρηστουργία

Revision as of 06:10, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (47b)

English (LSJ)

ἡ,

   A good deed, service, Iamb(?).ap.Suid. (Berl.Sitz. 1875p.4).

German (Pape)

[Seite 1376] ἡ, gute Handlung, Gutthat, Wohlthat, Suid.

Greek (Liddell-Scott)

χρηστουργία: ἡ, (*ἔργω) τὸ χρηστὰ ἐργάζεσθαι, Κ. Μανασσ. Χρον. 2581.

Greek Monolingual

ἡ, ΜΑ
χρηστή πράξη, αγαθοεργία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρηστός + -ουργία (< -ουργός < ἔργον), πρβλ. ἀγαθ-ουργία].