ψιλόπλευρον

Revision as of 06:14, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (47c)

English (LSJ)

τό, =

   A armus, ofella, ofla, Gloss.

Greek Monolingual

τὸ, πληθ. και ψιλήπλευρα, ΜΑ
1. άρθρωση
2. ώμος
3. πλευρά αλόγου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. ουδ. αμάρτυρου επιθ. ψιλόπλευρος < ψιλός + -πλευρος (< πλευρόν), πρβλ. πλατύ-πλευρον].