ψυχρόαιμος

Revision as of 06:15, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (47c)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
1. (για ζώο) αυτός που έχει ψυχρό αίμα
2. φρ. «ψυχρόαιμα ζώα»
ζωολ. τα ποικιλόθερμα ζώα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχρός + -αιμος (< αίμα), πρβλ. θερμό-αιμος. Η λ. μαρτυρείται από το 1819 στον Γ. Ιωαννίδη].