ψυχρόαιμος

From LSJ

Δούλου γὰρ οὐδὲν χεῖρον οὐδὲ τοῦ καλοῦ → Res nulla servo peior est, etiam bono → Ein Sklave ist das schlechteste, selbst wenn er gut

Menander, Monostichoi, 133

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
1. (για ζώο) αυτός που έχει ψυχρό αίμα
2. φρ. «ψυχρόαιμα ζώα»
ζωολ. τα ποικιλόθερμα ζώα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχρός + -αιμος (< αίμα), πρβλ. θερμό-αιμος. Η λ. μαρτυρείται από το 1819 στον Γ. Ιωαννίδη].