ωοδόχη
Greek Monolingual
η, Ν
μικρό επιτραπέζιο σκεύος για την τοποθέτηση αβγών, αβγοθήκη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ωό(ν) «αβγό» + -δόχη (< δέχομαι). Η λ. μαρτυρείται από το 1880 στο περιοδικό Φλόξ].
η, Ν
μικρό επιτραπέζιο σκεύος για την τοποθέτηση αβγών, αβγοθήκη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ωό(ν) «αβγό» + -δόχη (< δέχομαι). Η λ. μαρτυρείται από το 1880 στο περιοδικό Φλόξ].