αβγοθήκη

From LSJ

μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν → Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible. | Do not yearn, O my soul, for immortal life! Use to the utmost the skill that is yours. | Do not, my soul, strive for the life of the immortals, but exhaust the practical means at your disposal.

Source

Greek Monolingual

και αβγουλιέρα, η
1. μικρό επιτραπέζιο σκεύος σε σχήμα μικρού ποτηριού με πόδι, όπου τοποθετείται το βραστό αβγό
2. σκεύος ή μέρος όπου τοποθετούνται τα αβγά
3. ωοθήκη της κότας, κάθε θηλυκού ζώου, καθώς και της γυναίκας
4. φωλιά όπου γεννάει η κότα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αβγό + θήκη. Η λ. αβγουλιέρα < αβγούλι].