ψηλώνω

Revision as of 06:16, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (47c)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

Ν ψηλός
1. (μτβ.) δίνω ύψος σε κάτι, το καθιστώ ψηλότερο («ψηλώνω τον τοίχο»)
2. (αμτβ.) παίρνω ύψος, γίνομαι ψηλότερος («ψήλωσε το παιδί»)
3. ναυτ. κερδίζω σε δίαρμα ενάντια στον άνεμο.