ενάντια

From LSJ

μήτε δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement until you have heard a speech on both sides

Source

Greek Monolingual

(Μ ἐνάντια)
επίρρ.
1. εναντίον, κατ' αντίθετο τρόπο, αντίθετα, κόντραενάντια στης ζωής εγώ θα πάω το νόμο», Σημηρ.)
2. δυσμενώς, αντίξοα, ανάποδα, στραβά («οι δουλειές μου πάνε ενάντια»).