χτένα

Revision as of 06:16, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (47c)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η / κτένα, ΝΜ, και λόγιος τ. κτένα, Ν
1. το χτένι
2. μεγάλο χτένι
3. χτένι για συγκράτηση τών μαλλιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κτένα, αιτ. του αρχ. κτείς, κτενός, με ανομοιωτική τροπή του κλειστού -κ- στο διαρκές -χ- (πρβλ. κτίζω: χτίζω)].