η / κτένα, ΝΜ, και λόγιος τ. κτένα, Ν1. το χτένι2. μεγάλο χτένι3. χτένι για συγκράτηση τών μαλλιών.[ΕΤΥΜΟΛ. < κτένα, αιτ. του αρχ. κτείς, κτενός, με ανομοιωτική τροπή του κλειστού -κ- στο διαρκές -χ- (πρβλ. κτίζω: χτίζω)].