χρυσογραφής

Revision as of 06:17, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (47c)

English (LSJ)

ές,

   A gold-embroidered, ἐμβάδες Callix.2.

German (Pape)

[Seite 1380] ές, 1) goldgestreift, goldgestickt, v. l. von χρυσοβαφής. – 2) mit goldenen Buchstaben geschrieben, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

χρῡσογρᾰφής: -ές, χρυσοκέντητος, ἐμβάδες Καλλίξεν. παρ’ Ἀθην. 200D.

Greek Monolingual

-ές, Α
χρυσοκέντητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -γραφής (< γραφή < γράφω), πρβλ. μελαγ-γραφής].