χρυσοσάνδαλος

Revision as of 06:17, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (47c)

English (LSJ)

ον,

   A goldensandalled, Porph. ap. Eus.PE3.11.

Greek (Liddell-Scott)

χρῡσοσάνδᾰλος: -ον, ὁ ἔχων χρυσᾶ σανδάλια, Πορφύρ. παρ’ Εὐσέβ. ἐν Εὐαγγ. Προπ. 113C.

Spanish

que tiene sandalias de oro

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ, και χρυσεοσάνδαλος και χρυσεοσάμβαλος, -ον, Α
αυτός που φορεί χρυσά σανδάλια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- < χρυσεο- + -σάνδαλος / -σάμβαλος (< σάνδαλον / σάμβαλον), πρβλ. μονο-σάνδαλος].