σάνδαλος

From LSJ

ὡς τρὶς ἂν παρ' ἀσπίδα στῆναι θέλοιμ' ἂν μᾶλλοντεκεῖν ἅπαξ → I would rather stand three times with a shield in battle than give birth once

Source

Greek Monolingual

ὁ, Μ
είδος πλοιαρίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάνδαλον, πιθ. λόγω του σχήματος του σκάφους αυτού].