αιμοσφαιρίνη

Revision as of 06:17, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (1)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η Ιατρ.
πρωτεΐνη του αίματος που μεταφέρει οξυγόνο στους ιστούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στα Ελληνικά ξεν, όρου, πρβλ., αγγλ. hemoglobin, συγκεκομμένος τ. της λ. hematoglobulin < hematin, πρβλ. αιματίνη + globulin < λατ. λ. globulus «σφαιρίδιο», πρβλ. σφαιρίνη].