σφαιρίνη

Greek Monolingual

η, Ν
(βιοχ.) α) πρωτεϊνικό σώμα το οποίο συνδέεται με μια προσθετική ομάδα ή μία αίμη που είναι χαρακτηριστική της μυοσφαιρίνης και της αιμοσφαιρίνης
β) στον πληθ. οι σφαιρίνες
ανομοιογενής ποικίλης δομής και λειτουργίας ομάδα πρωτεϊνών με μοριακό βάρος πάνω από 150.000, οι οποίες έχουν την κοινή ιδιότητα να καθιζάνουν, σε ουδέτερο περιβάλλον, με θειικό αμμώνιο σε ημικορεσμό και παίζουν σημαντικό ρόλο στα ζωτικά φαινόμενα, αλλ. σφαιριδίνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σφαίρα + κατάλ. -ίνη. Η λ. με την πρώτη σημ. αποτελεί απόδοση του γαλλ. globine (< λατ. globus «σφαίρα»), ενώ με τη δεύτερη σημ. του γαλλ. globuline (< λατ. globulus «σφαιρίδιο»)].