σφαιρίδιο
Greek Monolingual
το, ΝΜ
μικρή σφαίρα
νεοελλ.
1. καθένα από τα μικροσκοπικά μολύβδινα βλήματα τών κυνηγετικών όπλων, κν. σκάγι
2. μολύβδινη ψήφος την οποία χρησιμοποιούσαν παλαιότερα στις εκλογές προτού καθιερωθεί το ψηφοδέλτιο
3. (μηχαν.) μικρή σφαίρα από χάλυβα, η οποία εισάγεται στους κυλισιοτριβείς με σκοπό την ελάττωση τών τριβών, αλλ. μπίλια
4. ζωολ. αισθητήριο όργανο του κελύφους τών αχινών που αποτελείται από μικρό διάφανο ελλειψοειδές σωμάτιο το οποίο είναι στερεωμένο με μίσχο σε ένα μικροσκοπικό φυμάτιο και λειτουργεί ως όργανο ισορροπίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σφαῖρα + κατάλ. -ίδιο(ν), πρβλ. πλακ-ίδιο(ν)].