αδιακρισία
Greek Monolingual
η (Α ἀδιακρισία) (Ν και αδιακρισιά) ἀδιάκριτος
νεοελλ.
έλλειψη διακριτικότητας, αγένεια, αναίδεια
αρχ.
έλλειψη διάκρισης, σύγχυση πραγμάτων.
η (Α ἀδιακρισία) (Ν και αδιακρισιά) ἀδιάκριτος
νεοελλ.
έλλειψη διακριτικότητας, αγένεια, αναίδεια
αρχ.
έλλειψη διάκρισης, σύγχυση πραγμάτων.