αγένεια

From LSJ

Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → But for extreme illnesses, extreme remedies, applied with severe exactitude, are the best (Hippocrates, Aphorism 6)

Source

Greek Monolingual

η (Α ἀγένεια) ἀγενής
νεοελλ.
έλλειψη ευγένειας, καλών τρόπων στην κοινωνική συμπεριφορά, απρέπεια
αρχ.
ταπεινή καταγωγή.