αλεπουδιά

Revision as of 06:18, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (2)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η
1. πανουργία, πονηριά, δολιότητα
2. πράξη που γίνεται με πανουργία, κατεργαριά, ζαβολιά
3. τόπος όπου συχνάζουν αλεπούδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αλεπού (θ. του πληθ. αλεπούδες)].