η1. πανουργία, πονηριά, δολιότητα2. πράξη που γίνεται με πανουργία, κατεργαριά, ζαβολιά3. τόπος όπου συχνάζουν αλεπούδες.[ΕΤΥΜΟΛ. < αλεπού (θ. του πληθ. αλεπούδες)].