φοβοῦ τὸ γῆρας, οὐ γὰρ ἔρχεται μόνον → fear old age, for it never comes alone
η1. πανουργία, πονηριά, δολιότητα2. πράξη που γίνεται με πανουργία, κατεργαριά, ζαβολιά3. τόπος όπου συχνάζουν αλεπούδες.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αλεπού (θ. του πληθ. αλεπούδες)].