αλεπουδιά

From LSJ

ὑπὸ δὲ οἴστρου ἀεὶ ἑλκομένη ψυχή → a soul always dragged along by the fury of passion

Source

Greek Monolingual

η
1. πανουργία, πονηριά, δολιότητα
2. πράξη που γίνεται με πανουργία, κατεργαριά, ζαβολιά
3. τόπος όπου συχνάζουν αλεπούδες.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αλεπού (θ. του πληθ. αλεπούδες)].