ὑπὸ δὲ οἴστρου ἀεὶ ἑλκομένη ψυχή → a soul always dragged along by the fury of passion
η1. πανουργία, πονηριά, δολιότητα2. πράξη που γίνεται με πανουργία, κατεργαριά, ζαβολιά3. τόπος όπου συχνάζουν αλεπούδες.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αλεπού (θ. του πληθ. αλεπούδες)].