ἀλαβαστοθήκη

Revision as of 06:18, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (2)

German (Pape)

[Seite 88] ἡ, Dem. 19, 237, = ἀλαβαστροθήκη.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλᾰβαστοθήκη: ἡ, θήκη διὰ κοσμήματα ἐξ ἀλαβάστρου, Δημ. 415. 5· καθόλου, μικρὸν κιβώτιονκίστη, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 463· ἴδε ἀλάβαστρος.

French (Bailly abrégé)

c. ἀλαβαστροθήκη.

Greek Monolingual

ἀλαβαστοθήκη, η (Α)
1. σκεύος για τη φύλαξη αλαβάστρινων κοσμημάτων
2. μικρό κουτί, κουτάκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < (ἀλάβαστος + θήκη.