ἀκάτειος

Revision as of 06:19, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (2)

English (LSJ)

ον, prop.

   A belonging to an ἄκατος, q. v.; esp. ἀ. ἱστός foremast, IG2.793, etc.; ἀ. κεραία yard belonging thereto, ib., cf. Poll. 1.91.    II Subst. ἀκάτειον, τό, (sc. ἱστίον) small sail, opp. τὰ μεγάλα ἱστία, X.HG6.2.27, Epicr.10 (with play on ἄκατος 11), cf. Luc.Lex.15, J. Tr.46, Hist. Conscr.45; ἄρασθαι τὸ ἀ., i.e. take to flight, prob. l. for ἀκάτιον in Epicur.Fr.163, cf. Ar.Lys.64.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκάτειος: ἱστός, ἀκάτειος κεραία, Ἐπιγρ. Ἀθηνῶν. Rang. Ant. Hell. 2343a. - Ἐν τοῖς συγγραφεῦσιν εὕρηται μόνον ἡ διὰ τοῦ ἰῶτα γραφή.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui concerne un ἄκατος ; subst. τὰ ἀκάτεια ou ἀκάτια petites voiles.
Étymologie: ἄκατος.

Spanish (DGE)

-ον

• Prosodia: [ᾰκᾰ-]
náut., ref. al aparejo naval, esp. ἱστὸς ἀ. vela pequeña, IG 22.1611.229 (IV a.C.), κεραῖαι IG 22.1612.34 (IV a.C.), Poll.1.91
subst. τὸ ἀ. Aen.Tact.23.4, ἡ γοῦν Θεογένους ὡς δεῦρ' ἰοῦσα τἀκάτειον ᾔρετο la de Teógenes como para venir aquí ha izado la vela con el doble sentido de empinar el codo Ar.Lys.64, cf. ἀκάτιον.

Greek Monolingual

-ο (Α ἀκάτειος, -ον) ἄκατος
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην άκατο.