ἀκάτειος

From LSJ

τὸ τῶν γεωργῶν ὅσαι τε ἄλλαι τέχναι (Plato, Timaeus 17c10) → the class of farmers and other such crafts(men)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκάτειος Medium diacritics: ἀκάτειος Low diacritics: ακάτειος Capitals: ΑΚΑΤΕΙΟΣ
Transliteration A: akáteios Transliteration B: akateios Transliteration C: akateios Beta Code: a)ka/teios

English (LSJ)

ἀκάτειον, prop.
A belonging to an ἄκατος, q.v.; esp. ἀκάτειος ἱστός = foremast, IG2.793, etc.; ἀκάτειος κεραία = yard belonging to an ἄκατος, ib., cf. Poll. 1.91.
II Subst. ἀκάτειον, τό, (sc. ἱστίον) small sail, opp. τὰ μεγάλα ἱστία, X.HG6.2.27, Epicr.10 (with play on ἄκατος ΙΙ), cf. Luc.Lex.15, J. Tr.46, Hist. Conscr.45; ἄρασθαι τὸ ἀκάτειον, i.e. take to flight, prob. l. for ἀκάτιον in Epicur.Fr.163, cf. Ar.Lys.64.

Spanish (DGE)

-ον
• Prosodia: [ᾰκᾰ-]
náut., ref. al aparejo naval, esp. ἱστὸς ἀκάτειος = vela pequeña, IG 22.1611.229 (IV a.C.), κεραῖαι IG 22.1612.34 (IV a.C.), Poll.1.91
subst. τὸ ἀκάτειον Aen.Tact.23.4, ἡ γοῦν Θεογένους ὡς δεῦρ' ἰοῦσα τἀκάτειον ᾔρετο la de Teógenes como para venir aquí ha izado la vela con el doble sentido de empinar el codo Ar.Lys.64, cf. ἀκάτιον.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui concerne un ἄκατος ; subst. τὰ ἀκάτεια ou ἀκάτια petites voiles.
Étymologie: ἄκατος.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκάτειος: ἱστός, ἀκάτειος κεραία, Ἐπιγρ. Ἀθηνῶν. Rang. Ant. Hell. 2343a. - Ἐν τοῖς συγγραφεῦσιν εὕρηται μόνον ἡ διὰ τοῦ ἰῶτα γραφή.

Greek Monolingual

-ο (Α ἀκάτειος, -ον) ἄκατος
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην άκατο.