Ίρος

Greek Monolingual

(I)
Ἶρος, ὁ (Α)
1. ο Ιθακήσιος επαίτης Αρναίος, που ονομάστηκε έτσι από τους μνηστήρες ως αγγελιαφόρος
2. (ως προσηγορικό) επαίτης.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < Ἶρις, όνομα της αγγελιαφόρου τών θεών].