Ἶρις

From LSJ

οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → for health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Ἶρις Medium diacritics: Ἶρις Low diacritics: Ίρις Capitals: ΊΡΙΣ
Transliteration A: Îris Transliteration B: Iris Transliteration C: Iris Beta Code: *)=iris

English (LSJ)

ιδος, ἡ, acc. Ἶριν, voc. Ἶρι:—Iris, the messenger of the gods among themselves, Il.8.398 (never in Od.), Hes.Th.780, etc. (Perh. fr. Ϝῖρις, cf.
A ὠκέα Ἶρις Il.2.786, al., Hes. l.c.; ὦκα δὲ Ἶρις Il.23.198 (Pap.); possibly also fr. Ἐϝῖρις: Εἶρις is the name of a ship, IG22.1611c137 (iv B.C.), but ἶρις is written in Michel832 (Samos, iv B.C.): allegorized as προφορικὸς λόγος and derived from εἴρω by Stoic.2.43.)
II as Appellat., ἶρις, ἡ, gen. ἴριδος Thphr. CP 6.11.13, also εως Androm. ap. Gal.14.43, POxy.1088.34 (i A.D.), Gp.6.8.1; acc. ἶριν Michel l.c., Plu.2.664e, ἴριδα Nic.Al.406; Ep. dat. pl. ἴρισσιν (v. infr.):—rainbow, δράκοντες... ἴρισσιν ἐοικότες, ἅς τε Κρονίων ἐν νέφεϊ στήριξε, τέρας μερόπων ἀνθρώπων Il.11.27, cf.Arist.Mete.375a1, Epicur. Ep.2p.51U. 2any bright-coloured circle surrounding another body, as the lunar rainbow, Arist.Mete. 375a18; halo of candle, Thphr. Sign. 13; round the eyes of a peacock's tail, Luc. Dom. 11; the iris of the eye, Ruf. Onom. 24, [Gal.] 14.702; also, section through the ciliary region, Gal. UP 10.2.3iridescent garment, Michel l.c.4various species of the botanical genus iris, e.g. the purple Iris, Iris germanica or Iris pallida, εὐάνθεμον ἶριν AP 4.1.9 (Mel.); τὸ ἄνθος πολλὰς ἔχει ἐν αὑτῷ ποικιλίας Arist. Col. 796b26, cf. Plin. HN 21.40; also, the white variety of it, Iris florentina, from the rhizome of which the orris-root of commerce is made, Thphr. HP 1.7.2, CP 6.11.13, etc.; ἶρις Ἰλλυρική Dsc. 1.1, cf. Plin. HN 13.14; in this sense some wrote it oxyt. ἰρίς, -ίδος, Eust. 391.33, Sch. Nic. l.c.5a precious stone, Plin. HN 37.136.

French (Bailly abrégé)

ιδος (ἡ) ; voc. -ι, acc. -ιν;
Iris, messagère des dieux.
Étymologie: DELG de *ἐϜιρις, d'une rac. *wi- « courber », cf. ἴτυς, ἰτέα.

Russian (Dvoretsky)

Ἶρις: ιδος ἡ (voc. Ἶρι, acc. Ἶριν) Ирида (дочь Тавманта и Электры, сестра Гарпий, вестница богов в Илиаде, как в Одиссее - только Гермес; ее эпитеты у Hom.: χρυσόπτερος «златокрылая», ταχεῖα и ὠκέα «быстрая, проворная», ποδήνεμος «ветроногая», ἀελλόπος «вихреногая»).
ιος ὁ (acc. Ἶριν) Ирий (река на территории Понта, впадающая в Понт Эвксинский Xen.).

Greek (Liddell-Scott)

Ἶρις: -ιδος, ἡ, αἰτ. Ἶριν, κλητ. Ἶρι· - ὁ ἄγγελος τῶν θεῶν μεταξὺ ἑαυτῶν, Ἰλ. Θ. 398, Ο. 144· ἢ συνηθέστερον ἀπὸ τῶν θεῶν εἰς τοὺς ἀνθρώπους φέρουσα ἀγγελίας, Β. 786, Γ. 121, κτλ.· ἀλλὰ τἀνάπαλιν ἐν Ψ. 198 ἀγγέλλει τὰς εὐχὰς τοῦ Ἀχιλλέως: ἐν Ε. 353, 386 παρίσταται ὡς βοηθὸς καὶ θεράπαινα τῆς Ἀφροδίτης: τὰ ἐπίθετα αὐτῆς ἅπαντα δηλοῦσι ταχύτητα, ταχεῖα, ἀελλόπος, ποδήνεμος, πόδας ὠκέα, χρυσόπτερος: ἐν τῇ Ὀδ. οὐδαμοῦ μνημονεύεται· ἐκεῖμόνος ἄγγελος τῶν θεῶν εἶναιἙρμῆς: ὁ Ἡσ. ἐν Θεογ. 780 ὀνομάζει αὐτὴν θυγατέρα τοῦ Θαύμαντος. (Τινὰ τῶν χωρίων ὑποδεικνύουσι τὴν ἀπώλειαν του ϝ ἢ ἀρκτικοῦ τινος συμφώνου, ὠκέα Ἶρις Ἰλ. Β. 786, 790, Ε. 368· βάσκ’ ἴθι, Ἶρι ταχεῖα Θ. 398· θέουσα δὲ Ἶρις Ψ. 201.) ΙΙ. ὡς προσηγορ. ἶρις, ἡ· γεν. ἴριδος, καὶ εως, Ἀλέξ. Τραλλ. σ. 225, Γεωπ. 6. 8, 1· αἰτ. ἶριν Πλούτ. 2. 664Ε· ἴριδα Νικ. Ἀλεξιφ. 406· Ἐπικ. δοτ. πληθ. ἴρισσιν· - τὸ οὐράνιον τόξον, κοινῶς ἡ «δόξα», παρ’ Ὁμήρῳ, ὡς ἐν τῇ ἁγίᾳ Γραφῇ, θεωρεῖται ὡς σημεῖον τοῖς ἀνθρώποις, δράκοντες..., ἴρισσιν ἐοικότες ἅς τε, Κρονίων ἐν νέφεϊ στήριξε τέρας μερόπων ἀνθρώπων Ἰλ. Λ. 27· ἂν καὶ ὁ Ὅμηρος συνήθως προσωποποιεῖ τὴν ἴριδα ὡς ἄγγελον μεταξὺ οὐρανοῦ καὶ γῆς (ἴδε ανωτ.): - ὁ Ἀριστοτ. ἐξετάζει αὐτὴν ὡς φυσικὸν φαινόμενον, Μετεωρ. 3. 4, 9. 2) πᾶς φωτεινὸς κύκλος περί τι λάμπον σῶμα, ὡς ἡ ἅλως, κοινῶς τὸ «ἁλῶνι» τῆς σελήνης ἢ ὁ φωτεινὸς κύκλος πέριξ τῆς φλογὸς καιομένης λαμπάδος, Ἀριστ. ἔνθ’ ἀνωτ., Θεοφρ. Σημ. 1, 13· περὶ τὰ ὄμματα τῆς οὐρᾶς τοῦ ταῶ, Λουκ. π. Οἴκου 11· ἡ ἶρις τοῦ ὀφθαλμοῦ, Πολυδ. Β΄, 70. 3) τὸ φυτὸν ἶρις, οὗ τὸ συνηθέστατον ἐν Ἑλλάδι εἶναι ἡ πορφυρᾶ ἶρις κιτρινίζουσα ἐν τῷ μέσῳ, Ι. Germanica, εὐάνθεμον ἶριν Ἀνθ. Π. 4. 1, 9· τὸ ἄνθος πολλὰς ἔχει ἐν ἑαυτῷ ποικιλίας Θεοφρ. Ἀποσπ. 20. 30· ἀλλὰ τὸ σπουδαιότατον εἶδος εἶναι ἡ λευκὴ ἶρις, Ι. Florentina, ἧς ἡ ἀρωματικὴ ῥίζα ἀπετέλει σπουδαῖον ἐμπόριον, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 7, 3, π. Φυτ. Αἰτ. 6. 11, 13, κτλ., πρβλ. Διοσκ. 1. 1· ἐκ ταύτης κατεσκευάζετο τὸ ἴρινον μύρον, μνημονευόμενον ὑπὸ Πλάτ. τοῦ Κωμ. ἐν «Λάκωσιν» 1, 7, Κηφισόδωρ. ἐν «Τροφωνίῳ» 1, 2, Ἄλεξ. ἐν «Εἰσοικιζομένῳ» 1. 8, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 9, 2: - ἐπὶ ταύτης τῆς σημασίας τινὲς τῶν παλαιῶν γράφουσι τὴν λέξιν ὀξυτόνως ἰρίς, ίδος, Εὐστ. 391. 33, Σχόλ. εἰς Νίκανδρ. ἔνθ’ ἀνωτ.

Greek Monotonic

Ἶρις: -ιδος, ἡ, αιτ. Ἶριν, κλητ. Ἶρι·
I. η Ίριδα, αγγελιαφόρος των θεών, σε Ομήρ. Ιλ.
II. 1. ως προσηγορικό ἶρις, , ουράνιο τόξο, ίριδα, στον Όμηρ., όπως και στη Βίβλο, αποτελεί σημάδι προς τους ανθρώπους, δράκοντες..., ἴρισσιν ἐοικότες ἅς τε, Κρονίων ἐν νέφεϊ στήριξε τέρας μερόπων ἀνθρώπων, σε Ομήρ. Ιλ.
2. κάθε είδους φωτεινός κύκλος γύρω από σώμα που λάμπει, όπως κύκλος γύρω απ' τα μάτια της ουράς του παγωνιού, σε Λουκ.
3. το φυτό Ίριδα, σε Θεόφρ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: Iris, daughter of Thaumas and Elektra, messenger of the gods (Il., Hes.).
Other forms: -ιδος, -ιν
Derivatives: As appellative ἶρις, -ιδος, -ιδα, -ιν f. rainbow (Il.), aso of an halo of the moon etc. (Arist., Thphr., Gal.), as plant-ame purple Iris etc. (Arist., Thphr.; Strömberg Pflanzennamen 49), also name of a stone (Plin.). - ἴρινος (Com., Thphr., Plb.), -εος (Nic.) made of the Iris; ἰρώδης rainbow-like (Arist.), ἰρῖτις f. name of a stone (Plin.; Redard Les noms grecs en -της 55); denomin. ἰρίζω to be iridescent (PHolm. 7, 6).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: The original form Ϝῖρις appears both from an inscription (Cor.) and from the epic metrics (Chantraine Gramm. hom. 1, 152). The appellative (Ϝ)ῖρις is by Bechtel Hermes 45, 156f. a. 617f. (thus Jacobsohn Herm. 44, 91 n. 2), Lex. 181 (where rather improbably the byform Εἶρις is explained from Ἔ-Ϝιρις) on good grounds derived from averb bow, which is also seen in ἰτέα and ἴτυς; an r-suffix is also seen in Germanic, e. g. OE wīr, OWNo. vīrr metallic wire, twisted ornament (Kretschmer Glotta 2, 354). Diff. Osthoff Arch. f. Religionswiss. 11, 44 (to (Ϝ)ίεμαι move forward). With the appellativum the name of the goddess is no doubt identical, s. Bechtel l. c. against Maaß IF 1, 159ff. and Solmsen Unt. 148. - Fur. 356 compares ἔριδας τὰς ἐν οὐρανῳ̃ ἴριδας H., and concludes to Pre-Greek origin; does Εἶρις point to the same?

Frisk Etymology German

Ἶρις: -ιδος, -ιν
{Ĩris}
Forms: — Daneben als Appellativum ἶρις, -ιδος, -ιδα, -ιν f. Regenbogen (seit Il.), auch übertragen von einem Lichthof, vom Mondhof, von der Regenbogenhaut usw. (Arist., Thphr., Gal. u. a.), als Pflanzenname Schwertlilie (Arist., Thphr. u. a.; wegen ihrer buntfarbigen Blüte, Strömberg Pflanzennamen 49), auch N. eines Steins (Plin.). -
Grammar: f.
Meaning: Iris, Tochter des Thaumas u. der Elektra, Botschafterin der Götter (Il., Hes. u. a.).
Derivative: Ableitungen: ἴρινος (Kom., Thphr., Plb. u. a.), -εος (Nik.) aus der Schwertlilie bereitet, ἰρώδης regenbogenähnlich (Arist.), ἰρῖτις f. N. eines Steins (Plin.; Redard Les noms grecs en -της 55); Denominativum ἰρίζω wie der Regenbogen schimmern (PHolm. 7, 6).
Etymology : Die ursprüngliche Form ϝῖρις geht sowohl aus einem inschriftlichen Beleg (kor.) wie aus der epischen Metrik (Chantraine Gramm. hom. 1, 152) hervor. Das Appellativum (ϝ)ῖρις ist von Bechtel Hermes 45, 156f. u. 617f. (ähnlich Jacobsohn Herm. 44, 91 A. 2), Lex. 181 (wo indessen wenig wahrscheinlich die Nebenform Εἶρις aus Ἔϝιρις erklärt wird) mit guten Gründen auf ein Verb biegen zurückgeführt worden, das auch in ἰτέα und ἴτυς zu verspüren ist; ein r-Suffix erscheint auch im Germanischen, z. B. ags. wīr, awno. vīrr Metalldraht, gewundener Schmuck (Kretschmer Glotta 2, 354). Anders Osthoff Arch. f. Religionswiss. 11, 44 (zu (ϝ)ί̄εμαι sich vorwärts bewegen usw., s. Bq). Mit dem Appellativum ist der Name der Götterbotin ohne Zweifel identisch, s. Bechtel a. a. O. gegen Maaß IF 1, 159ff. und Solmsen Unt. 148. — Eine Nachbildung von Ἶρις wird allgemein in Ἶρος, dem Namen des Bettlers ("des Boten") auf Ithaka, vermutet.
Page 1,735

English (Woodhouse)

rainbow

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)