Διόθεν
English (LSJ)
Adv. sent from Zeus, according to his will, Δ. βλαφθέντα βέλεμνα Il.15.489; Δ. ἄγγελος ἦλθε 24.194, cf. A.Ag.43 (anap.); ἐκ Δ. Hes.Op.765.
Spanish (DGE)
adv. enviado por Zeus, por voluntad de Zeus Δ. βλαφθέντα βέλεμνα Il.15.489, Δ. μοι ἄγγελος ... ἦλθε Il.24.194, 561, ἔργον, ὅ οἱ Δ. θέμις ἦεν Hes.Sc.22, cf. Pi.N.4.61, Fr.75.7, Thgn.197, A.A.42, Pr.1089, E.IT 354, Rh.455, A.R.2.461, 4.270, AP 7.390 (Antip.Thess.), ἐκ Διόθεν Hes.Op.765, A.R.2.993.
French (Bailly abrégé)
adv.
ou ἐκ Διόθεν;
LUC de Zeus, de la part de Zeus, d'après l'ordre ou au gré de Zeus.
Étymologie: Διός, -θεν.
Greek (Liddell-Scott)
Διόθεν: ἐκ Διός, κατὰ τὸ θέλημα αὐτοῦ, διὰ τῆς εὐνοίας αὐτοῦ, Ἰλ. Ο. 489, Ω. 194, Τραγ., κλ.· ἐκ Δ. Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 763.
English (Autenrieth)
English (Slater)
Δῐόθεν
1 from Zeus καὶ τὸ μόρσιμον Διόθεν πεπρωμένον ἔκφερεν (N. 4.61) ταύταν μεθέπων Διόθεν αἶσαν (N. 6.13) Διόθεν τέ με σὺν ἀγλαίᾳ ἴδετε πορευθέντ' ἀοιδᾶν δεύτερον ἐπὶ τὸν κισσοδαῆ θεόν (= ἀπὸ Διὸς ἀρχόμενον (N. 5.25) ) fr. 75. 7.
Greek Monotonic
Διόθεν: (Διός, γεν. του Ζεύς), επίρρ., σταλμένος από τον Δία, κατά το θέλημά του, σύμφωνα με τη θέληση ή την εύνοιά του, σε Ομήρ. Ιλ., Τραγ.
Middle Liddell
adverbΔιός, gen. of Ζεύς
adv. sent from Zeus, by his will or favour, Il., Trag.
German (Pape)
von Zeus her; Homer dreimal: Il. 24.561 Διόθεν δέ μοι ἄγγελος ἦλθεν μήτηρ; vs. 194 Διόθεν μοι Ὀλύμπιος ἄγγελος ἦλθεν; 15.489 ἴδον ἀνδρὸς ἀριστῆος Διόθεν βλαφθέντα βέλεμνα, von Seiten des Zeus. Vgl. θεόθεν. – Hes., Tragg. und Sp.; ἐκ Διόθεν, Hes. O. 763.