Κόπτης

Greek Monolingual

ο
στον πληθ. οι Κόπτες
ονομασία που δόθηκε στους μονοφυσίτες χριστιανούς της Αιγύπτου ή της Αιθιοπίας οι οποίοι ανήκουν στην Κοπτική Εκκλησία.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αραβ. qubt, εξαραβισμένη παραφθορά του αρχ. ελλ. Αιγύπτιος].