Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

Αιγύπτιος

From LSJ

Ξένους ξένιζε, καὶ σὺ γὰρ ξένος γ' ἔσῃ (μήποτε ξένος γένῃ) → Bene hospiti fac: tu quoque hospes fors eris → Bewirte Gäste, denn auch du bist einmal Gast

Menander, Monostichoi, 400

Greek Monolingual

-ια και -ία (Α Αἰγύπτιος, -ιον)
ως ουσ. κάτοικος της Αιγύπτου ή αυτός που κατάγεται από αυτήν
νεοελλ.
προσωνυμία τών Κοπτών
αρχ.
1. ως επίθ. αιγυπτιακός
2. ως κύριο ανδρικό όνομα, η λ. Αιγύπτιος απαντά ήδη στη Μυκηναϊκή με τύπο ai-ku-pi-ti-jo.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < Αίγυπτος.
ΠΑΡ. αρχ. αἰγυπτιάζω, αἰγυπτιστί, αἰγυπτιῶ, αἰγυπτιώδης.
ΣΥΝΘ. νεοελλ. αιγυπτιοδίφης, αιγυπτιολόγος].