Μάιος

Greek Monolingual

και Μάης, ο (AM Μάιος)
νεοελλ.-μσν.
ο πέμπτος μήνας του έτους
αρχ.
ο τρίτος μήνας του ρωμαϊκού έτους, αντίστοιχος προς τον θαργηλιώνα του αττικού ημερολογίου.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < λατ. Majus, προσωνυμία του Διός (Majus Juppiter)].

Middle Liddell


(with or without μήν), the Lat. Maius, May, Plut., etc.:—as adj., Μάϊαι Καλάνδαι the Calends of May, Plut.