Περαΐτης

English (LSJ)

ου, ὁ, native of Peraea (cf. περαῖος II), J. BJ 2.20.4, Sch. Ar. Av. 823.

Greek Monolingual

ὁ, Α
γηγενής κάτοικος της Περαίας.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < Περαία + επίθημα -ίτης (πρβλ. πυργίτης)].