Πικηνοί

French (Bailly abrégé)

ῶν (οἱ) :
les habitants du Picenum.
Étym. lat. Picenum.

Greek Monolingual

οι, Ν
λαός που κατοικούσε στην αδριατική ακτή της Ιταλίας από την πρώιμη εποχή του σιδήρου.

Russian (Dvoretsky)

Πικηνοί: οἱ (лат. Picentes и Picentini) жители Пицена Plut.