Πυθοῖ

English (LSJ)

Adv., (Πυθώ)
A at Pytho or at Delphi, Pi.O.7.10, P.11.49, Simon. 153, E.Fr.923, Ar.Lys.1131, Th.5.18, Pl.Ly.205c, etc.
2 to Pytho or to Delphi, Πυθοῖ καὶ Ὀλυμπίαζε Plu.Demetr.11.—The trisyll. form Πυθόϊ is cited by Choerob. in Theod.1.310 H. from Pi., cf. I.7 (6).51.

French (Bailly abrégé)

adv.
à Delphes sans mouv.
Étymologie: loc. de Πυθώ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

Πυθοῖ [Πυθώ] Πυθόϊ Pind., adv., in Delphi; naar Delphi.

Russian (Dvoretsky)

Πῡθοῖ: adv.
1 в Пифо или в Дельфы Plut.;
2 в Пифо или в Дельфах Pind., Arph., Plat.

Greek Monolingual

Α
επίρρ.
1. στην Πυθώ ή στους Δελφούς
2. προς την Πυθώ ή προς τους Δελφούς.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < Πυθώ + επιρρμ. κατάλ. -οῖ (πρβλ. Ἰσθμοῖ)].

Greek Monotonic

Πῡθοῖ: επίρρ. (Πυθώ
1. στα Πύθια ή στους Δελφούς, σε Πίνδ., Ξεν. κ.λπ.
2. προς τους Δελφούς, σε Πλούτ.

Greek (Liddell-Scott)

Πῡθοῖ: Ἐπίρρ., ἐν Πυθοῖ ἢ ἐν Δελφοῖς, Πινδ. Ο. 7. 17, Π. 11. 74, Σιμωνίδ. 156, Ἀριστοφ. Λυσ. 1131. Πλάτ. Λῦσ. 205C, Ξεν. 2) εἰς Πυθὼ ἢ εἰς Δελφούς, Πυθοῖ καὶ Ὀλυμπίαζε Πλουτ. Δημήτρ. 11. - Ὁ τρισύλλαβ. τύπος Πυθόϊ μνημονεύεται ἐκ τοῦ Χοιροβ. 332 ἐκ τοῦ Πινδ., πρβλ. Ἰσθμ. 7 (6). 72.

Middle Liddell

Πυθώ
1. at Pytho or Delphi, Pind., Xen., etc.
2. to Pytho or Delphi, Plut.