Ἰσθμοῖ

From LSJ

ψυχῆς ἀγαθῆς πατρὶς ὁ ξύμπας κόσμος → the whole universe is the fatherland of a good soul

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Ἰσθμοῖ Medium diacritics: Ἰσθμοῖ Low diacritics: Ισθμοί Capitals: ΙΣΘΜΟΙ
Transliteration A: Isthmoî Transliteration B: Isthmoi Transliteration C: Isthmoi Beta Code: *)isqmoi=

English (LSJ)

loc. of Ἰσθμός II.2, Ar.Fr. 14D.:—usu. on the Isthmus: at the Isthmian Games, IG12.77, Pi. O.13.98, Lys.19.63, Timocr.1.10; also ἐν Ἰσθμοῖ Simon.125 cod. [Ἱσθοῖ IG12.77,829; Ἰθμοῖ SIG36A (Delph., iv B.C.), but Ἰσθμοῖ ib.B (Olymp., v B.C.); cf. Ἰσθμός.]

Russian (Dvoretsky)

Ἰσθμοῖ: Anth. ἐν Ἰ. Pind., Plat., Lys. = Ἰσθμόθι.

Greek (Liddell-Scott)

Ἰσθμοῖ: Ἐπίρρ., ἐπὶ τοῦ Ἰσθμοῦ, ἐν τῷ Ἰσθμῷ, Πινδ. Ο. 13. 139, Λυσ. 157. 39, Τιμόκρ. παρὰ Πλουτ. ἐν Θεμιστ. 21· ὡσαύτως, ἐν Ἰσθμοῖ Σιμ. ἐν Ἀνθ. Π. 13. 14.

Greek Monolingual

Ἰσθμοῑ (Α)
επίρρ.
1. στον Ισθμό, επί του Ισθμού, ἐν τῷ Ισθμῷ
2. στα Ίσθμια, στους Ισθμικούς αγώνες («Ἰσθμοῖ τά τ' ἐν Νεμέᾳ», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < Ἰσθμός + επιρρ. κατάλ. -οι (πρβλ. οἴκοι)].

Greek Monotonic

Ἰσθμοῖ: επίρρ., στον Ισθμό, παρά Πλουτ.

Middle Liddell

on the Isthmus, ap. Plut.