Σιληνικός

English (LSJ)

Σιληνική, Σιληνικόν, of or like Silenus, σατυρικὸν δρᾶμα καὶ σ. Pl.Smp. 222d.

Russian (Dvoretsky)

Σῑληνικός: ион. = Σειληνικός.