Σειληνικός

From LSJ

ἐκτέμνεσθαί τινας φιλανθρωπίᾳ → disarm and deceive by kindness

Source

German (Pape)

[Seite 868] silenisch, silenenhaft.

Greek (Liddell-Scott)

Σειληνικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς Σειληνὸν ἢ ὅμοίος πρὸς Σειλ., Σατυρικὸν δρᾶμα καὶ Σ. Πλάτ. Συμπ. 222D.

Russian (Dvoretsky)

Σειληνικός: ион. Σῑληνικός 3 силеновский (δρᾶμα Plat.).