Σμίνθιος
English (LSJ)
v. Σμινθεύς.
Greek Monolingual
-ία, -ον, αρσ. και Ζμίνθιος Α
1. το αρσ. ως ουσ. ὁ Σμίνθιος ή Ζμίνθιος
α) Σμινθεύς
β) (ενν. μήν) ονομασία μήνα του δωρικού ημερολογίου στη Νίσυρο Λύκτο της Κρήτης, πιθανώς και στη Ρόδο, ο οποίος αντιστοιχούσε με τον αττικό μήνα Πυανεψιώνα, σημερινό Νοέμβριο
2. το θηλ. ἡ Σμινθία
ονομασία διαφόρων τόπων προς τιμήν του Σμινθέως Απόλλωνος
3. (το ουδ. πληθ.) τὰ Σμίνθια
εορτή προς τιμήν του Σμινθέως Απόλλωνος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < σμίνθος (βλ. και λ. Σμινθεύς)].