Σμινθεύς
Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master
English (LSJ)
-έως, ὁ, epithet of Apollo, Il.1.39; either (from Σμίνθος or Σμίνθη a town in the Troad, Hsch., St. Byz.) the Sminthian; or (from σμίνθος) mouse-killer, Sch. ad loc., cf. Str.13.1.48 and 64:—also Σμίνθιος, ὁ, Ael.NA12.5, Sch.Il.l.c.; Σμίνθιος, ὁ (sc. μήν), name of a month at Rhodes, IG22.1131,12(1).1068.2, al.; written Ζμ-, ib.1149.8, al.: Σμίνθεια, τά, Smintheia, games at festival of Apollo Smintheus, Μουσ. Σμυρν. 1876p.125 (Troad).
French (Bailly abrégé)
έως (ὁ) :
1 de Sminthè, v. de Troade ; ou sel. d'autres destructeur de rats (surn. d'Apollon);
2 Sminthée, h.
Étymologie: Σμίνθη ou σμίνθος.
Russian (Dvoretsky)
Σμινθεύς: έως ὁ сминтеец (эпитет Аполлона - от троадского г. Σμίνθη или Σμίνθος, по по друг. - от σμίνθος «мышь», потому ли, что Аполлон слыл истребителем полевых мышей, или потому, что мышь считалась символом прорицания) Hom.
Greek (Liddell-Scott)
Σμινθεύς: έως, ὁ, ἐπίθετον τοῦ Ἀπόλλωνος, Ἰλ. Α. 39· ἢ (ἐκ τοῦ Σμίνθος ἢ Σμίνθη ἥτις ἦν πόλις Τρωϊκή, Ἡσύχ., Στέφ. Βυζ.) = ὁ Σμίνθιος· ἢ (ἐκ τοῦ σμίνθος) ὁ μυοκτόνος, ὁ τοὺς ποντικοὺς φονεύων, Σχόλ. Ἑνετ. ἐν τόπῳ, πρβλ. Στράβ. 604, 613· - ὡσαύτως Σμίνθιος, ὁ, Αἰλ. π. Ζ. 12. 5, Σχόλ. Ἰλ. ἔνθ’ ἀνωτ.
English (Autenrieth)
voc. Σμινθεῦ: Smintheus, epithet of Apollo, explained by ancient commentators as meaning destroyer of field-mice (σμίνθοι). (The cut, showing a mouse at work, is reproduced from the tetradrachm of Metapontum.)
Greek Monolingual
ὁ, Α
προσωνυμία του Απόλλωνος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < σμίνθος + επίθημα -εύς. Ο θεός Απόλλων ονομάστηκε έτσι λόγω του ότι σε διάφορες περιοχές, όπως λ.χ. στην Τρωάδα ή στη Ρόδο, λατρεύθηκε ως εξολοθρευτής τών ποντικών. Η λ. ως ανθρωπωνύμιο απαντά ήδη στη Μυκηναϊκή με τη μορφή simiteu].
Greek Monotonic
Σμινθεύς: -έως, ὁ, προσωνύμιο του Απόλλωνα (από το Σμίνθος ή Σμίνθη, πόλη της Τρωάδος), Σμινθέας, σε Ομήρ. Ιλ.
Middle Liddell
Σμινθεύς, έως, ὁ,
name of Apollo (from Σμίνθος or Σμίνθη a town in Troas), the Sminthian, Il.