Συβαριτικός

English (LSJ)

Συβαριτική, Συβαριτικόν, of Sybaris: λόγοι Σ., a class of fables among the Greeks, Ar.V.1259, ubi v. Sch. and cf. Mnesim.6, Ael. VH14.20. Adv. Συβαριτικῶς Malch.p.397 D.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
de Sybarite.
Étymologie: Συβαρίτης.

Russian (Dvoretsky)

Σῠβᾰρῑτικός: сибаритский (λόγος Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

Σῠβᾰρῑτικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς τὴν Σύβαριν· λόγοι Σ., τάξις τις μύθων παρὰ τοῖς Ἕλλησιν, Ἀριστοφ. Σφ. 1529, ἔνθα ἴδε Σχόλ., Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 14, 20. Ἐπίρρ. -κῶς, παρὰ Σουΐδ. ἐν λ. ἄδην.

Greek Monotonic

Σῠβᾰρῑτικός: -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πόλη Σύβαρι· λόγοι Συβαριτικοί, κατηγορία μύθων που ήταν διαδεδομένοι στους Έλληνες, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

Σῠβᾰρῑτικός, ή, όν
of Sybaris: λόγοι Σ. a class of fables among the Greeks, Ar.