Συβαρίτης
περί τοῦ πέρδεσθαι οὐ καταισχύνει, πάντων γὰρ περδομένων → as for the farting, he causes no shame, because everybody farts
English (LSJ)
[ῑ], ου, ὁ, Sybarite, Hdt.5.44, Ar.V.1427: fem. Συβαρῖτις, ιδος, ib.1438: as adjective, Συβαρίτιδες εὐωχίαι = Sybaritic feastings, Id.Fr.216;
A αὔριον ὔμμε πάσας ἐγὼ λουσῶ Συβαρίτιδος ἔνδοθι λίμνας = tomorrow I'll wash you one and all in Sybaris lake [1] Theoc.5.146.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
Sybarite, habitant ou originaire de Sybaris.
Étymologie: Σύβαρις.
Russian (Dvoretsky)
Σῠβᾰρίτης: ου, ион. εω (ῑ) ὁ сибарит, уроженец или житель города Σύβαρις (сибариты вошли в поговорку из-за роскошного образа жизни и изнеженности) Her., Arph., Arst., Diod.
Greek (Liddell-Scott)
Συβᾰρίτης: [ῑ], -ου, ὁ, κάτοικος τῆς Συβάρεως, Ἡρόδ. 5. 44, Ἀριστοφ. Σφ. 1427· - θηλ. Συβαρῖτις, ιδος, αὐτόθι 1438· καὶ ὡς ἐπίθετ., Συβαρίτιδες εὐωχαίαι, συμπόσια Συβαριτικά, ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 3· Συβ. κράνα Θεόκρ. 5. 146.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ, θηλ. Συβαρίτισσα Ν και θηλ. Συβαρῖτις, -ίτιδος, Α
ο κάτοικος της Συβάρεως («ἀνήρ Συβαρίτης ἐξέπεσεν ἐξ ἅρματος», Αριστοφ.)
νεοελλ.
ως προσηγ. συβαρίτης και συβαρίτισσα
μτφ.
1. άνθρωπος φιλήδονος, τρυφηλός
2. αυτός που ενδιαφέρεται μόνο για τον εαυτό του, φίλαυτος
αρχ.
φρ. «Συβαρίτιδες εὐωχίαι» — συβαριτικά συμπόσια.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < Σύβαρις «αποικία στην Κάτω Ιταλία» + κατάλ. -ίτης (πρβλ. Σκυβελίτης)].
Greek Monotonic
Σῠβᾰρίτης: [ῑ], -ου, ὁ, κάτοικος της πόλης Σύβαρις, σε Ηρόδ., Αριστοφ.· θηλ., Συβαρῖτις, -ιδος, σε Αριστοφ.· και ως επίθ., σε Θεόκρ.
Middle Liddell
[from Σῠ́βᾰρις]
a Sybarite, Hdt., Ar.:—fem. Συβαρῖτις, ιδος, Ar.; and as adj., Theocr.