Συριστί

English (LSJ)

Adv. in the Syrian language, Σ. ἐπίστασθαι to understand Syrian, X.Cyr.7.5.31, cf. PPetr.3p.14 (iii B.C.), Plu.Ant.46, Luc. Alex.51.

French (Bailly abrégé)

adv.
en langue syriaque.
Étymologie: Σύρος.

Greek (Liddell-Scott)

Σῠριστί: Ἐπίρρ., ἐν τῇ τῶν Συρίων γλώσσῃ, Σ. ἐπίστασθαι, ἐπίστασθαι, γινώσκειν Συριανὴν γλῶσσαν, Ξεν. Κύρ. 7. 5, 31, πρβλ. Πλουτ. Ἀντών. 46, Λουκ. Ἀλέξ. 51.

Greek Monotonic

Σῠριστί: (Σύρος), επίρρ. στη Συριακή γλώσσα· Συριστί ἐπίστασθαι, γνωρίζω καλά τη Συριακή γλώσσα, σε Ξεν.

Middle Liddell

Σύρος
adv. in the Syrian language, Σ. ἐπίστασθαι to understand Syrian, Xen.

German (Pape)

adv., auf Syrisch, in syrischer Art, Sprache.