Τμωλίτης

Greek (Liddell-Scott)

Τμωλίτης: [ῑ], ὁ, κάτοικος τοῦ Τμώλου, Γαλην. τ. 6, σ. 435· οἶνος Τιμωλίτης (οὕτως), ἐκ τοῦ ὄρους Τμώλου, ὁ αὐτ.

Greek Monolingual

και Τυμωλίτης, ὁ, Α Τμῶλος
1. ο κάτοικος του όρους Τμώλος
2. (μόνον ο τ. Τυμωλίτης) (ενν. οἶνος) κρασί που παράγεται στην παραπάνω περιοχή.