άβατος

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἄβατος, -ον) βαίνω
απάτητος, απροσπέλαστος, αδιάβατος, δυσπρόσιτος
αρχ.
1. ιερός, καθαρός, αγνός
2. (για θηλ. ζώα και ειρων. για γυναίκες) αβάτευτος
το ουδ. ως ουσ. το άβατον.