άδηκτος
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἄδηκτος, -ον) δάκνω
αυτός που δεν τον δάγκωσαν, ο αδάγκωτος
αρχ.
1. άθικτος, απείραχτος, ανέγγιχτος, άβλαφτος
2. ο μη δηκτικός
3. (κυρίως για ξύλα) αυτός που δεν φαγώθηκε από σκουλήκια
4. απαθής, ασυγκίνητος, απρόσβλητος (από αγάπη, θυμό κ.λπ.).