άδυτο

Greek Monolingual

το (Α ἄδυτον) (ουδ. του επιθ. ἄδυτος)
1. το εσώτατο μέρος του ναού, όπου η είσοδος επιτρέπεται μόνο στους ιερείς
2. (συχνά στον πληθ.) τα άδυτα τών αδύτων
κατάβαθα, τρίσβαθα.