Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
άδυτο
Greek Monolingual
το (Α ἄδυτον) (ουδ. του επιθ. ἄδυτος) 1. το εσώτατο μέρος του ναού, όπου η είσοδος επιτρέπεται μόνο στους ιερείς 2. (συχνά στον πληθ.) τα άδυτα τών αδύτων κατάβαθα, τρίσβαθα.