άζυξ

Greek Monolingual

ἄζυξ, (-υγος), ο, η, το (AM)
1. αυτός που δεν αποτελεί ζεύγος με άλλον
2. που μπήκε σε ζυγό, άγαμος
3. απομονωμένος, μοναχός.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < - στερητ. + -ζυξ < ἐζύγην, παθητ. αόρ. β΄ του ρ. ζεύγνυμι.