Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
άθρησκος
Greek Monolingual
-η, -ο 1. αυτός που δεν έχει θρησκεία ή θρησκευτική πίστη, ο άθεος 2. αυτός που παραμελεί τα θρησκευτικά του καθήκοντα, ο μη θρησκευόμενος, ο μη ευσεβής. [ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ<α- στερητ. +θρήσκος. ΠΑΡ.αθρησκία].