αθρησκία

Greek Monolingual

η 1. άρνηση ή απόρριψη κάθε θρησκεύματος, αρνησιθεΐα
2. έλλειψη θρησκευτικής πίστης, απιστία
3. περιφρόνηση προς τη θρησκεία, ασέβεια.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < άθρησκος
η λ. πλάστηκε από τον Πέτρο Ξανθάκη].